Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑπόσεισμα — dust neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσεισμα — είσματος, τὸ, Α [ὑποσείω] αυτό που πέφτει κατά το κοσκίνισμα … Dictionary of Greek